σατιρίζω — σατιρίζω, σατίρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σατιρίζω — Ν [σάτιρα] 1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους… … Dictionary of Greek
ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω … Dictionary of Greek
διακωμωδώ — (Α διακωμῳδῶ, έω) 1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία 2. γελοιοποιώ … Dictionary of Greek
ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κατακωμωδώ — κατακωμῳδῶ, έω (AM) σατιρίζω, περιγελώ … Dictionary of Greek
κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… … Dictionary of Greek
προσπαίζω — Α 1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον 2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον 3. σατιρίζω 4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.) 5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.) 6 … Dictionary of Greek
σατιρισμός — ο, Ν [σατιρίζω] επίκριση με σάτιρα, διακωμώδηση … Dictionary of Greek
σατιριστής — ο, θηλ. σατιρίστρια Ν [σατιρίζω] αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει, σατιρικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek